όψο

όψο
το (ΑΜ ὄψον)
1. έδεσμα, τροφή
2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες τροφές («ὄψον ὀπτόν», Αριστοφ.)
2. καρύκευμα («κολλύραν... καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ» Αριστοφ.)
3. (στην Αθήνα) το ψάρι, ως κύριο προσφάγι τών Αθηναίων («ὄψοισι θαλασσίοισι μᾱλλον ἢ κρέασι χρῆσθαι», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) πολυτελή εδέσματα
5. τόπος όπου πωλούνται τα αναγκαία φαγητά και ιδίως τα ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. -ψ-ον συνδέεται με τους τ. ψῆν «τρίβω, λειαίνω», ψωμός «τεμάχιο τροφής, μπουκιά» και έχει τη σημ. «αυτό που έχει μασηθεί», ενώ το αρκτικό - αποτελεί πρόθεση ή προθηματικό μόριο (βλ. ο [II]). Κατ' άλλη, παλαιότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ἕψω «βράζω» και ὀπτός (ΙΙ) «ψητός».
ΠΑΡ. οψάρι(ν)
αρχ.
οψίον, οψώμαι, οψών.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οψοθήκη
αρχ.
οψόβαφον, οψοδαίδαλος, οψοδεία, οψοδόκη, οψολόγος, οψομανής, οψοπόνος, οψοφάγος, οψοφόρος, οψώνης
αρχ.-μσν.
οψονόμος, οψοποιός, οψοπώλης
μσν.
οψόδουλος, οψοδόχος
νεοελλ.
οψοκομιστής, οψοφυλάκιο. (Β' συνθετικό) αρχ. άνοψος, εύοψος, πολύοψος, φίλοψος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατοψοφαγώ — κατοψοφαγῶ, έω (Α) τρώγω άφθονα φαγητά, κάνω υπέρμετρη κατανάλωση φαγητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀψο φαγῶ «τρώγω λαίμαργα»] …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κριθοδεία — κριθοδεία, ἡ (Μ) έλλειψη κριθαριού, ανεπαρκής παραγωγή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + συνδετικό φωνήεν ο + δεία (< δεής < δέω [Ι]) (πρβλ. οψο δεία, σιτο δεία)] …   Dictionary of Greek

  • κριθοτράγος — κριθοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι, κριθοφάγος («φῡλα μυρία κριθοτράγων σπερμολόγων τε γένη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ είν αόρ. τού τρώγω), πρβλ. οψο τράγος, συκο τράγος] …   Dictionary of Greek

  • λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… …   Dictionary of Greek

  • οψοφυλάκιο — το τόπος όπου φυλάσσονται τα όψα, τα εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όψο + φυλάκιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • σιτοδεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δεία (< δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο δεία] …   Dictionary of Greek

  • ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • όψος — (I) ὄψος, ὁ (κατά το λεξ. Σούδα) «μοχθηρός». (II) ὄψος, εος, τὸ (Α) το όψο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄψον* κατά τα ουδ. σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”